μεταληπτικός

μεταληπτικός
μεταληπτικός, -ή, -όν (ΑM) [μεταλαμβάνω]
αυτός που μπορεί να συμμετάσχει σε κάτι
αρχ.
1. αυτός που γίνεται εξ αντιστροφής, αντίστροφος («μεταληπτική κίνησις», Γαλ.)
2. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην από κοινού συμμετοχή, ο κοινός, ο μέτοχος δύο κατηγοριών («τὰ εἰς -ις θηλυκά ὀξύτονα εἰ ἐν τῇ συνθέσει φυλάσσει τὸ θηλυκὸν μόνον γένος..., εί δὲ μεταληπτικὰ γίνονται καὶ ἀρσενικοῡ γένους», Ευστ.)
3. σχετικός με την αντίρρηση, με την ανταπάντηση
4. ο αναφερόμενος στη χρήση λέξεων με διαφορετική σημασία, αλληγορικός. Επιρρ. μεταληπτικῶς (Α)
με συμμετοχή, συμμετοχικώς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεταληπτικός — capable of partaking of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταληπτικά — μεταληπτικός capable of partaking of neut nom/voc/acc pl μεταληπτικά̱ , μεταληπτικός capable of partaking of fem nom/voc/acc dual μεταληπτικά̱ , μεταληπτικός capable of partaking of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταληπτικώτερον — μεταληπτικός capable of partaking of adverbial comp μεταληπτικός capable of partaking of masc acc comp sg μεταληπτικός capable of partaking of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταληπτικῶν — μεταληπτικός capable of partaking of fem gen pl μεταληπτικός capable of partaking of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταληπτικόν — μεταληπτικός capable of partaking of masc acc sg μεταληπτικός capable of partaking of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταληπτικαί — μεταληπτικός capable of partaking of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταληπτικοῖς — μεταληπτικός capable of partaking of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταληπτικοί — μεταληπτικός capable of partaking of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταληπτικοῦ — μεταληπτικός capable of partaking of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταληπτικούς — μεταληπτικός capable of partaking of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”